Ιδέες για νέες εµπορικές διεξόδους στον κλάδο των λεγόµενων «Super Oils» (Υπέρ-Έλαια) δηµιουργεί το πριµ 60 ευρώ το στρέµµα που υπόσχεται το νέο πρασίνισµα της ΚΑΠ σε αγρότες που θα σπείρουν τα χωράφια τους µε καινοτόµες καλλιέργειες.
Καμελίνα | Nέο καλλιεργητικό asset με στρεμματικό πριμ και λύσεις διάθεσης |
Μία από αυτές είναι η καµελίνα, µία άγνωστη για τα σηµερινά ελληνικά δεδοµένα καλλιέργεια, µε καλές όµως προοπτικές προσόδου για παραγωγούς που θα τη συνοδεύσουν µε µία µονάδα εκχύλισης, παράγοντας έλαιο για µία ποικιλία εµπορικών και βιοµηχανικών χρήσεων.
Τα κόστη της καλλιέργειας
Στην περίπτωση της Καµελίνας τα καλλιεργητικά κόστη στις ελληνικές συνθήκες προσεγγίζουν αυτά του σκληρού σίτου και λοιπών χειµερινών σιτηρών και υπολογίζονται σύµφωνα µε τον καθηγητή του Γ.Π.Α Δηµήτρη Μπιλάλη στα 120 µε 140 ευρώ το στρέµµα σε συµβατική καλλιέργεια, ενώ να αυξάνονται κατά 50 περίπου ευρώ στην περίπτωση της βιολογικής.
Η ενίσχυση λοιπόν των 60 ευρώ έρχεται να «κουµπώσει» πάνω στην παραγωγική διαδικασία, ουσιαστικά καλύπτοντας σχεδόν το µισό από το καλλιεργητικό κόστος, ώστε να ισοφαρίσει τυχόν απώλεια εισοδήµατος από την αντικατάσταση κυρίως ανοιξιάτικων αρδευόµενων, ενεργοβόρων και µε στηµένη αγορά καλλιεργειών (όπως βαµβάκι και καλαµπόκι) έως ότου οργανωθεί η νέα εγχώρια αγορά για το προϊόν και ισορροπηθούν εκ νέου οι µηχανισµοί προσφοράς και ζήτησης.
Έσοδα και επιχειρηµατική προσέγγιση
Οι τιµές παραγωγού διαµορφώνονται στα 2 µε 2,5 ευρώ το κιλό, µε τον κύριο αγοραστή του προϊόντος στην Ελλάδα να είναι οι εταιρείες µε προϊόντα Superfoods, οι οποίες πωλούν τους σπόρους σε µικρές συσκευασίες µε πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους.
Όπως όµως επισηµαίνει ο καθηγητής Δ. Μπιλάλης στην Agrenda, οι νέοι παραγωγοί καµελίνας θα πρέπει να έχουν µία διαφορετική επιχειρηµατική προσέγγιση στη νέα κατάσταση.
Η κατασκευή µονάδων εκχύλισης µε κοχλιοπρέσα, µέσω της ένταξης σε Σχέδια Βελτίωσης ή προγράµµατα µεταποίησης του ΠΑΑ, θα επιτρέψει στον παραγωγό να καρπωθεί την υψηλή προστιθέµενη αξία που προσφέρει η µεταποίηση του σπόρου καµελίνας σε έλαιο, το οποίο πουλιέται σε ακόµα υψηλότερες τιµές, µε ποικιλία εµπορικών και βιοµηχανικών χρήσεων.
Η µετέπειτα αυξηµένη πρόσοδος, θα φέρει την οικονοµική µεγέθυνση που θα εδραιώσει τον παραγωγό στον νέο κλάδο ως κερδοφόρο επαγγελµατία, την ίδια ώρα που οι ευρωπαϊκές συνθήκες επιβάλλουν στο νέο αγρότη να εστιάσει ο ίδιος στο λεγόµενο «Farm market», κάνοντας ο ίδιος την τελική µεταποίηση στο προϊόν του. Σύµφωνα µε τα εµπειρικά δεδοµένα, ένα στρέµµα καµελίνας µπορεί να αποδώσει από 40-50 λίτρα το στρέµµα, όταν στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς µπουκαλάκια ελαίου των 100 χιλιοστόλιτρων µε τιµές κοντά στα 10 ευρώ.
Αποδόσεις από πειραµατικά χωράφια
Όπως αναλύεται σε µεταπτυχιακή µελέτη της Μαρίας Ι. Κοµπιλάκου, τον Μάιο του 2016 πραγµατοποιήθηκε σπορά στον πειραµατικό αγρό του ΓΠΑ, όπου επιχειρήθηκε η καλλιέργεια Καµελίνας και υπολογίστηκαν οι αποδόσεις της και οι ανάγκες της.
Κόστος παραγωγής Καμελίνα (photo/agronews.gr) |
Τα συµπεράσµατα της µελέτης αναφέρουν πως η καλλιέργεια πετυχαίνει καλύτερες αποδόσεις µε τη χρήση οργανικής λίπανσης µε κοµπόστ σε σύγκριση µε την παροχή ανόργανης θρέψης, ενώ η βέλτιστη ποσότητα απαιτούµενου σπόρου υπολογίστηκε στα 3 – 3,5 κιλά ανά στρέµµα, µε µεγαλύτερες πυκνότητες να αυξάνουν σηµαντικά την ανταγωνιστικότητα σε θρεπτικά συστατικά και να καθυστερούν την ωρίµανση των σπόρων. Στις ελληνικές συνθήκες, σύµφωνα µε υπολογισµούς, η καλλιέργεια Καµελίνας µπορεί να αποφέρει στον παραγωγό πρόσοδο έως και 500 ευρώ το στρέµµα.
Υψηλότερη περιεκτικότητα ελαίου από ηλίανθο και σόγια
Η υψηλή ελαιοπεριεκτικότητα αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισµα των πολύ µικρών σπόρων Καµελίνας, των οποίων το έλαιο αποκτάται από τους σπόρους του φυτού µε την µέθοδο της ψυχρής εκθλίψης και το µετέπειτα φιλτράρισµα.
Η ελαιοπεριεκτικότητα των σπόρων της ξεπερνάει καθιερωµένες ελαιοπαραγωγικές καλλιέργειες όπως η σόγια και ο ηλίανθος και κυµαίνεται µεταξύ 30 και 45%, ενώ το έλαιό της αποτελεί πλούσια πηγή ω3 και ω6 λιπαρών.
(Γιάννης Ρούπας – agronews.gr)