Ένα βασικό ερώτημα για κάθε νέο ελαιοκαλλιεργητή (αλλά και για κάθε έμπειρο ελαιοκαλλιεργητή που θέλει να οργανώσει ένα νέο ελαιώνα) είναι τι ποικιλία ελιάς να επιλέξει. Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά για το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο ακόμα και στις μέρες μας αποτελεί συχνό αντικείμενο συζήτησης μεταξύ ελαιοπαραγωγών και γεωπόνων.
Στη χώρα μας υπάρχουν πάνω από 43 διαφορετικές ποικιλίες ελιάς. Ένα μεγάλο πρόβλημα αρχικά είναι η ονοματολογία, καθώς για μία συγκεκριμένη (ταυτοποιημένη) ποικιλία υπάρχουν συνήθως δύο κύριες και τέσσερις με πέντε δευτερεύουσες ονομασίες, κάποιες εκ των οποίων μοιάζουν πολύ με άλλες, με αποτέλεσμα συχνά να υπάρχει σύγχυση ως προς το ποια ποικιλία ελιάς καλλιεργεί κάποιος, και συνεπώς τι ποικιλίας προϊόντα (βρώσιμες ελιές και ελαιόλαδο) διαθέτει στην αγορά.
Υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία που καλείται να εξετάσει ένας καλλιεργητής πριν αποφασίσει για το ποια ποικιλία ελιάς θα φυτέψει. Το πρώτο είναι φυσικά η τοποθεσία του ελαιώνα. Με αυτό εννοούμε την περιοχή της Ελλάδας στην οποία βρίσκεται ο ελαιώνας γενικά αλλά και το μικροκλίμα που διαμορφώνεται εντός του ελαιώνα κατά τη διάρκεια του έτους. Είναι αυτονόητο ότι μια ποικιλία μπορεί να ακούγεται ότι αποδίδει εξαιρετικά σε ένα νομό γενικά, αλλά στην πραγματικότητα αποδίδει μόνο σε ελαιώνες με συγκεκριμένο μικροκλίμα. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η βασίλισσα των ελαιοπαραγωγικών ποικιλιών “Κορωνέϊκη”. Η ποικιλία αυτή π.χ. στη Λακωνία δίνει εξαιρετικές αποδόσεις σε ποιοτικό ελαιόλαδο, αλλά μόνο σε περιοχές χωρίς προβλήματα παγετού. Από ένα υψόμετρο και πάνω στη Λακωνία, δε συνίσταται η χρήση της ποικιλίας αυτής λόγω έντονης ευαισθησίας στον παγετό, και στη θέση της οι ελαιοκαλλιεργητές προτιμούν άλλες ποικιλίες.
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να λάβει υπόψη του ο ελαιοκαλλιεργητής πριν αποφασίσει για την ποικιλία είναι το είδος του προϊόντος που θέλει να παράξει. Υπάρχουν ποικιλίες κατάλληλες για ελαιόλαδο, οι λεγόμενες ελαιοπαραγωγικές ποικιλίες. Από την άλλη, υπάρχουν οι λεγόμενες επιτραπέζιες ποικιλίες που χρησιμοποιούνται κατ εξοχήν για παραγωγή βρώσιμων ελιών. Τέλος, υπάρχουν μεικτές ποικιλίες, δηλαδή ποικιλίες που αποδίδουν ικανοποιητικά και στα δύο προϊόντα. Έτσι, ο ελαιοκαλλιεργητής είναι ελεύθερος να αποφασίσει με τη συγκομιδή για το αν θα οδηγήσει τις ελιές στο ελαιοτριβείο για να παράξει ελαιόλαδο, ή θα επεξεργαστεί τις ελιές έτσι ώστε να τις διαθέσει ως βρώσιμες. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να προηγηθεί έρευνα αγοράς προκειμένου ο ελαιοκαλλιεργητής να καταλήξει σε αυτό το ερώτημα, καθώς μία ενδεχόμενη αλλαγή κατεύθυνσης εκ των υστέρων συχνά έχει ολέθρια αποτελέσματα. Ένα παράδειγμα που όλοι μας έχουμε σίγουρα συναντήσει είναι έναν καλλιεργητή ελιάς ποικιλίας Καλαμών (κατ εξοχήν βρώσιμες ελιές), που αντιλαμβάνεται σε κάποιο σημείο ότι δε μπορεί να διαθέσει στην αγορά τις ελιές του λόγω υπερπροσφοράς ή χαμηλής τιμής, και αρχίζει να ερευνά το ενδεχόμενο να κατευθύνει την παραγωγή του προς ελαιοποίηση. Θα βρεθεί σίγουρα χαμένος σε αυτήν την περίπτωση. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι αν η βασική μας ποικιλία έχει προβλήματα αυτεπικονίασης, τότε χρειαζόμαστε και άλλη ποικιλία στον ελαιώνα, προκειμένου να επιτευχθεί η σταυρεπικονίαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επικονιάστρια ποικιλία είναι η Κορωνέϊκη.
Οι κυριότερες ελαιοπαραγωγικές ποικιλίες
- Κορωνέϊκη. Είναι μακράν η πιο δημοφιλής ελαιοπαραγωγική ποικιλία στη χώρα μας. Πρόκειται για μια μικρόκαρπη ποικιλία που δίνει μεγάλη ποσότητα ελαιολάδου, καλής ποιότητας, και σχετικά νωρίς στον κύκλο ζωής του δέντρου, αρκεί όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως να βρει τις κατάλληλες συνθήκες και όχι παγετό. Είναι ποικιλία ανθεκτική στην ξηρασία και τους έντονους ανέμους αλλά ευαίσθητη στο δάκο. Είναι αυτογόνιμη ποικιλία που λειτουργεί ως επικονιάστρια σε πλήθος άλλων ποικιλιών. Καλλιεργείται σε χαμηλά υψόμετρα σε όλη την περιοχή από την Φθιώτιδα έως την Κρήτη. Οι προσπάθειες να καλλιεργηθεί βορειότερα συχνά αποτυγχάνουν, λόγω της ευαισθησίας του δέντρου στον παγετό. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα μιας ομάδας ελαιοκαλλιεργητών να φυτέψουν ελιές της ποικιλίας αυτής στην περιοχή των Τρικάλων. Τα πρώτα δείγματα ήταν θετικά, καθώς όντως τα δέντρα ήταν ζωηρά και μπήκαν αρκετά νωρίς σε καρποφορία. Όμως, στη συνέχεια ένας έντονος παγετός έπληξε τα δέντρα, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν έντονα καρκινώματα στον κορμό και να σταματήσει σχεδόν τελείως η περαιτέρω ανάπτυξή τους.
- Τσουνάτη ή Μαστοειδής. Στο παράδειγμα της Λακωνίας που αναφέρθηκε προηγουμένως, σε περιοχές όπου δε μπορεί λόγω ψύχους να καλλιεργηθεί Κορωνέϊκη, συνήθως φυτεύεται η ποικιλία Τσουνάτη ή μία άλλη ποικιλία που λέγεται Μουρτολιά. Η Τσουνάτη είναι μικρόκαρπη ποικιλία ελιάς που δίνει μέτρια ποσότητα ενός εξαιρετικής ποιότητας ελαιολάδου. Καλλιεργείται στην Πελοπόννησο (Λακωνία και Μεσσηνία), αλλά κυρίως στην Κρήτη. Μπορούμε να τη συναντήσουμε ακόμα και σε υψόμετρο 900 μέτρων. Είναι ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες αλλά ευαίσθητη στον δάκο. Παρενιαυτοφορεί πολύ έντονα. Είναι ιδανική για αγουρέλαιο.
- Κοθρέϊκη ή Μανάκι. Είναι μεσόκαρπη ποικιλία ανθεκτική στο ψύχος και τους έντονους ανέμους, και τη συναντάμε συχνά σε μεγάλα υψόμετρα, πολλές φορές άνω των 700 μέτρων. Κάποιοι την κατατάσσουν στις ποικιλίες διπλής χρήσης, καθώς μπορεί να δώσει και βρώσιμες ελιές με σημαντική εμπορική αξία.
- Λιανολιά Κέρκυρας. Πρόκειται για μικρόκαρπη ποικιλία που δίνει μέτρια ποσότητα ελαιολάδου πολύ καλής ποιότητας. Το δέντρο γίνεται πολύ ψηλό, φτάνοντας ακόμα και τα δεκαπέντε μέτρα. Καλλιεργείται σχεδόν σε όλα τα νησιά του Ιονίου αλλά και την Ήπειρο. Είναι περισσότερο ανθεκτική στο ψύχος από την Κορωνέϊκη, αλλά έχει απαιτήσεις σε εδαφική υγρασία.
- Αδραμυτινή ή Μυτιλινιά. Πρόκειται για μεσόκαρπη ποικιλία που δίνει μέτρια ποσότητα από ένα ελαιόλαδο εξαιρετικής όμως ποιότητας. Το αυθεντικό ελαιόλαδο της Μυτιλήνης όπως γνωρίζουμε όλοι είναι ξανθό, ελαφρύ και αρωματικό. Το δέντρο φτάνει τα 8 μέτρα και η ποικιλία καλλιεργείται στη Μυτιλήνη και τη Χίο.
Οι κυριότερες ποικιλίες για βρώσιμες ελιές
- Καλαμών. Είναι παγκοσμίως γνωστή ποικιλία που δίνει μεγάλες μαύρες βρώσιμες ελιές. Το δέντρο έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε pH, καθώς αυτό πρέπει να κρατηθεί στο 7 για καλύτερα αποτελέσματα. Είναι ποικιλία απαιτητική σε εδαφική υγρασία, παρόλα αυτά καλλιεργείται πολλές φορές ακόμα και στην Πελοπόννησο ως ξερική. Οι υποψήφιοι καλλιεργητές πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οι τιμές στις ελιές Καλαμών καθορίζονται από το μέγεθος του κάθε καρπού, και όχι γενικά με το βάρος όλου του φορτίου. Όσο πιο μεγάλες είναι οι ελιές, τόσο καλύτερη τιμή θα πάρουμε. Για παράδειγμα, αν για μεγάλες ελιές Καλαμών (μέσο βάρος 7,1 γραμμάρια – 140 καρποί σε ένα κιλό) πάρουμε 2,40 ευρώ ανά κιλό, για τις μικρότερες (μέσο βάρος 4 γραμμάρια – 250 καρποί σε ένα κιλό) μπορεί να πάρουμε τιμή μόλις 1,30 ευρώ το κιλό. Για το λόγο αυτό, συχνά οι καλλιεργητές χρησιμοποιούν μεγάλης ποσότητας άρδευση και διαφυλλική λίπανση προκειμένου να φτάσουν σε μεγάλου βάρους καρπό. Αυτό όμως συχνά αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας. Η ποικιλία αυτή καλλιεργείται ευρέως στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και την Αιτωλοακαρνανία.
- Αμφίσσης ή Κονσερβολιά. Πρόκειται για μεγαλόκαρπη ποικιλία ελιάς που μπορεί να φτάσει και τα 10 γραμμάρια. Δίνει πολύ καλής ποιότητας μαύρες και πράσινες ελιές, αλλά μπορεί να δώσει δευτερευόντως και καλής ποιότητας ελαιόλαδο. Όπως προδίδει και η λέξη “Αμφίσσης”, καλλιεργείται στην Κεντρική Ελλάδα, αλλά θα τη συναντήσουμε επίσης στην Αιτωλοακαρνανία, την Ήπειρο και λιγότερο στη Χαλκιδική.
Οι κυριότερες μεικτές ποικιλίες
- Μεγάρων. Μεσόκαρπη ποικιλία που καλλιεργείται στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, αλλά ευαίσθητη στο δάκο. Συχνά καλλιεργείται ως ξερική. Δίνει άριστες ελιές τσακιστές, κονσερβών, αλλά και ελαιόλαδο.
- Χαλκιδικής. Μεγαλόκαρπη ποικιλία ελιάς που καλλιεργείται στη Μακεδονία. Το βάρος του καρπού μπορεί να φτάσει τα 13 γραμμάρια. Έχει έντονες απαιτήσεις σε ψύχος, προκειμένου να ανθίσει. Δίνει πράσινες και μαύρες ελιές κονσερβών, και δευτερευόντως μπορεί να δώσει καλής ποιότητας ελαιόλαδο.
- Θρουμπολιά ή Θασίτικη. Πρόκειται για ποικιλία που ευδοκιμεί στα νησιά του Αιγαίου (Θάσος, Σάμος, Κρήτη, Ρόδος και άλλα) και δίνει βρώσιμες ελιές μεγάλου μεγέθους. Εναλλακτικά, δίνει ικανοποιητική ποσότητα ενός ποιοτικού ελαιολάδου. Το δέντρο είναι ορθόκλαδο και φτάνει τα δέκα μέτρα σε ύψος. Είναι ιδανική για φύτευση σε μεγάλο υψόμετρο.
Έχοντας κατανοήσει το πλαίσιο αυτό, ο κάθε καλλιεργητής οφείλει στη συνέχεια να κάνει μια έρευνα στην περιοχή του σχετικά με ποικιλίες που αποδίδουν καλά, αλλά και ποικιλίες που ενδεχομένως να υποφέρουν συχνά από κάποιον τοπικό παράγοντα (π.χ. συχνοί ανοιξιάτικοι παγετοί). Μετά από συζήτηση με τον τοπικό γεωπόνο, θα είναι σε θέση να καταλήξει τελικά στην ποικιλία ή ποικιλίες που θα του εξασφαλίσουν μια καλή παραγωγή τα επόμενα χρόνια. Είναι αυτονόητο ότι κάποιος έχει νόημα να ξεφύγει από την πεπατημένη που έχουν πάρει οι υπόλοιποι καλλιεργητές στην περιοχή του μόνο εφόσον υπάρχουν όλα εκείνα τα επιστημονικά στοιχεία που τεκμηριώνουν μια παραγωγή καλύτερη από τις δημοφιλείς ποικιλίες στην περιοχή αυτή. Τέλος, υπάρχει μια μικρή μερίδα ελαιοκαλλιεργητών που τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί σε ξένες ποικιλίες, όπως π.χ. η Arbequina που χρησιμοποιείται σε πάρα πολύ πυκνές φυτεύσεις. Εδώ οι απόψεις διαφέρουν, και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτοί οι καλλιεργητές θα είναι μακροπρόθεσμα κερδισμένοι που επέλεξαν ξενόφερτες ποικιλίες με ένα ξένο για τα ελληνικά δεδομένα τρόπο φύτευσης. Το μόνο σίγουρο είναι οι ελληνικές ποικιλίες είναι παγκοσμίου φήμης (π.χ. η Κορωνέϊκη φυτεύεται με μεγάλη συχνότητα σε Ισπανία και Πορτογαλία), και συνεπώς πρέπει υπάρξει πολύ μελέτη και έρευνα πριν προχωρήσει κάποιος σε κάποια ξένη ποικιλία.
Πηγή – wikifarmer.com