Εντός λίγων μηνών ολοκληρώνεται μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά για την εγχώρια ελαιοκομία. Σε μια δύσκολη παγκόσμια συγκυρία με σημαντική μείωση στην παραγωγή, η Ελλάδα είχε να αντιπαρατάξει μια σημαντική σε όγκους και ποιότητα παραγωγή, η οποία εξασφάλισε ικανοποιητικές τιμές για τον ελαιοκαλλιεργητή. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και ο πόλεμος στην Ουκρανία, που παρέσυρε προς τα πάνω τις τιμές των φυτικών ελαίων, αλλά και ενέτεινε τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού.
των Αντώνη Ανδρονικάκη, Γιώργου Αργυρίου, Γιώργου Ρούστα, Γιάννη Σάρρου, Νικολέτας Τζώρτζη
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ ο μεγάλος όγκος της σεζόν 2022/2023 αγοράστηκε τους πρώτους μήνες σε τιμές κάτω από 5 ευρώ/λίτρο από τους χονδρεμπόρους, στη λιανική οι τιμές αυξήθηκαν σε βαθμό που να πληθαίνουν οι φωνές, τόσο στις τάξεις των καταναλωτών, όσο και των παραγωγών ότι ορισμένοι επιχειρούν να κερδοσκοπήσουν εκμεταλλευόμενοι ότι μπορούν να δικαιολογήσουν μεγάλες αυξήσεις στο ράφι.
Εάν αυτές οι πρακτικές, αλλά και εάν η ενσωμάτωση της αυξημένης τιμής των ποσοτήτων που αγοράστηκαν πρόσφατα θα επηρεάσουν αρνητικά τη ζήτηση των καταναλωτών, μένει να φανεί στις προσεχείς εβδομάδες. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εκτίμηση της παραγωγής της νέας περιόδου αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν δύο δεδομένα: Πρώτον, ότι η Ισπανία συνεχίζει να πλήττεται από σοβαρή ξηρασία και, δεύτερον, ότι οι πρώτες εκτιμήσεις του USDA κάνουν λόγο για ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής.
Σε αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση, η ypaithros συνομίλησε με εκπροσώπους των γεωπονικών υπηρεσιών σε σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας για να συνθέσει την εικόνα που καταγράφεται στους ελαιώνες αυτή την περίοδο. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η αναμενόμενη παραγωγή εκτιμάται πως θα είναι μειωμένη, εξαιτίας της περσινής υψηλής απόδοσης των δέντρων.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που δεν αποκλείεται να υπάρξουν μικρότερες του αναμενομένου μειώσεις, ή ακόμα και παραγωγές στα ίδια περίπου επίπεδα με πέρσι, με την εξαίρεση της Λέσβου όπου υπάρχει αισιοδοξία ακόμα και για αύξηση της παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισαν οι ειδικοί, ασφαλή συμπεράσματα θα μπορούν να εξαχθούν κοντά στα μέσα Ιουνίου, όταν θα έχει ολοκληρωθεί το στάδιο της καρπόδεσης, σε μια χρονιά η οποία εξελίσσεται όψιμα.
Κρήτη
Μειώσεις, αλλά και αισιοδοξία σε αρκετές περιοχές
Η Μαρία Μυλωνάκη, διευθύντρια της ΔΑΟΚ Χανίων, μιλώντας στην ypaithros, δήλωσε ότι «είναι πρόωρο να προβούμε σε εκτιμήσεις, καθώς η χρονιά είναι όψιμη. Ωστόσο, αυτό που μπορούμε να πούμε σαν μια πρώτη εικόνα για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ότι στις περιοχές της Τσουνάτης είχαμε αρκετή ανθοφορία σε σύγκριση με πέρσι, χωρίς να μπορούμε να πούμε ακόμα σε ποιο ποσοστό θα δέσει ο καρπός στα δέντρα. Στις περιοχές με Κορωνέικη, όπου πέρσι είχαμε καλή βεντέμα, όπως είναι ο Αποκόρωνας, έχουμε καλή ανθοφορία. Στην παραλιακή σε ορισμένα μέρη υπάρχει, σε άλλα δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε, πάντως, να έχουμε μια ξεκάθαρη εκτίμηση. Υπάρχουν και περιοχές που είναι πιθανό να τις εξαιρέσουμε από τη δακοκτονία, αν δεν ξεπεράσουν το 20% της δυνητικής παραγωγής τους».
Πέρυσι, στα Χανιά η συγκομιδή ανήλθε σε 25.000 τόνους (στοιχεία ΥΠΑΑΤ). Ο Εμμανουήλ Φιλίππου, υπεύθυνος δακοκτονίας της ΔΑΟΚ Ηρακλείου, μας είπε: «Προς τη βόρεια παραλία έχει ολοκληρωθεί η καρπόδεση. Προχωρώντας εσωτερικά βρισκόμαστε στην εξέλιξη της άνθισης. Αυτό που αναμένουμε, επειδή πέρυσι είχαμε μια καλή προς πολύ καλή παραγωγή, είναι ότι φέτος θα πάμε σε μια μέτρια παραγωγή, ή και κάτω του μετρίου. Μια τυπική παραγωγή για τον νομό τοποθετείται μεταξύ των 40.000 – 50.000 τόνων. Λογικά θα πάμε πιο κάτω από αυτές τις ποσότητες, αλλά σε κάθε περίπτωση οι εκτιμήσεις μας αυτήν τη στιγμή είναι πολύ γενικές και χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε κατηγορηματικά. Θεωρώ πως σε ένα δεκαήμερο θα μπορούμε να πούμε περισσότερα».
Στο Ηράκλειο, η περσινή παραγωγή έφτασε στους 45.000 τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΑΑΤ. Γεωπόνος της ΔΑΟΚ Ρεθύμνου δήλωσε: «Προς το παρόν, τα δέντρα ειδικά στις ποικιλίες της Τσουνάτης και της Χονδρολιάς δεν παρουσιάζουν καλή εικόνα σε ό,τι αφορά την ανθοφορία, κάτι που μεταφράζεται πιθανώς σε μεγάλες απώλειες. Στην Κορωνέικη, η εικόνα δείχνει καλύτερη, αλλά εκτιμάται ότι και εκεί η μείωση της παραγωγής σε σύγκριση με πέρσι μπορεί να φτάσει έως το 50%». Η περσινή παραγωγή στο Ρέθυμνο, σύμφωνα με το ΥΠΑΑΤ, έφτασε τους 10.000 τόνους.
Εντός λίγων μηνών ολοκληρώνεται μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά για την εγχώρια ελαιοκομία |
Πελοπόννησος
«Μίνιμουμ 20% η μείωση», λένε οι γεωπόνοι
Μείωση της παραγωγής περιμένουν σε όλες τις ΔΑΟΚ της Πελοποννήσου, προσδιορίζοντας το 20% ως βάση και φθάνοντας μέχρι το 35%. Η εικόνα που έδωσε ο προϊστάμενος της ΔΑΟΚ Τριφυλίας, Αντώνης Παρασκευόπουλος, ήταν συγκρατημένα αισιόδοξη: «Είναι πολύ πρώιμο να έχουμε μια ακριβή προσέγγιση για την εκτίμηση της νέας παραγωγής.
Η ανθοφορία είναι αρκετά καλή και η αρχική μας εκτίμηση ήταν ότι θα είχαμε καλή καρπόδεση και μια παραγωγή κοντά στο 65%-70% της δυνητικής παραγωγής. Όμως, οι επαναλαμβανόμενες βροχοπτώσεις και η υγρασία μάς έχουν δημιουργήσει έναν προβληματισμό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά στις πρώιμες καλλιέργειες, φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκαν, όμως στις μεσοπρώιμες και στις όψιμες θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε την εξέλιξή τους. Δεν έχουμε μια καθαρή εικόνα. Καταλήγοντας, με την τωρινή εικόνα, πάμε περίπου στους 23.000-24.000 τόνους, μια παραγωγή δηλαδή κοντά στον μέσο όρο των τελευταίων ετών». Πέρυσι, η περιοχή «έδωσε» παραγωγή 28.000 τόνων.
Η προϊσταμένη της ΔΑΟΚ Μεσσηνίας, Ευσταθία Γεωργακοπούλου, εμφανίστηκε επιφυλακτική στις εκτιμήσεις της, λέγοντας ότι «ακόμα δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα. Οι τελευταίες βροχοπτώσεις έχουν αλλάξει κάπως τα δεδομένα. Για να δούμε πώς θα πάει η καρπόδεση, χρειαζόμαστε ένα δεκαπενθήμερο. Οι πρώιμες περιοχές έδεσαν, αλλά δεν ξέρουμε τι θα γίνει με τις υπόλοιπες λόγω των βροχοπτώσεων και της υγρασίας. Πάντως, θα πάμε σε μειωμένη παραγωγή χωρίς να θέλω στην παρούσα φάση να σας αναφέρω ένα συγκεκριμένο ποσοστό». Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι η παραγωγή της ΠΕ Μεσσηνίας έφτασε τους 28.000 τόνους.
Από τη ΔΑΟΚ Αργολίδας, η Κωνσταντίνα Σπανού μας ενημέρωσε ότι «η περσινή χρονιά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη φετινή που περιμένουμε μείωση της παραγωγής, η οποία, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, θα αγγίξει το 20%». Από τη ΔΑΟΚ Λακωνίας, ο Γιάννης Ράλλης μας τόνισε ότι «η πλήρης εικόνα αναμένεται να διαμορφωθεί κοντά στις 15 Ιουνίου. Η μείωση με τα μέχρι τώρα δεδομένα εκτιμάται στο 30% σε σχέση με την περσινή χρονιά». Στη Λακωνία, πέρσι η παραγωγή έφτασε τους 28.000 τόνους.
Στερεά Ελλάδα
Εκτιμήσεις για σημαντική πτώση
Στη Στερεά, η εικόνα της περσινής υπερπαραγωγής δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Στην αρνητική αυτή εξέλιξη συνηγορούν η παρενιαυτοφορία, οι έντονες βροχοπτώσεις σε συνδυασμό με τις χαμηλές θερμοκρασίες, όπως επίσης και η πλούσια βλάστηση των ζιζανίων, που δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για μικρότερες αποδόσεις.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν και εξειδικευμένοι γεωπόνοι στον τομέα της ελαιοκομίας από τις ΔΑΟΚ της περιφέρειας. Για τον Γιάννη Ζαρμπούτη, υπεύθυνο για τη δακοκτονία στη ΔΑΟΚ Φθιώτιδας, «η παραγωγή θα είναι μειωμένη λόγω των βροχοπτώσεων».
Ο Νίκος Σιδηρόπουλος από τη ΔΑΟΚ Φωκίδας υποστηρίζει και αυτός ότι θα είναι μειωμένη η παραγωγή λόγω των περσινών υψηλών αποδόσεων. Τέλος, ο Χρυσόστομος Σίσκος από τη ΔΑΟΚ Βοιωτίας εκτιμά ότι «η παραγωγή θα είναι μειωμένη, λόγω οψίμισης της ανθοφορίας, με σημαντικές επιπτώσεις στο δέσιμο, όμως, είναι νωρίς να εξαχθούν συμπεράσματα».
Θεσσαλία
Αναμένεται μείωση πάνω από 50%
Χαμηλές προσδοκίες για τη φετινή παραγωγή αναμένουν στα ελαιόδεντρα των νομών Μαγνησίας και Λάρισας τα στελέχη των αντίστοιχων Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας. Και αυτό γιατί είθισται μετά από μία πολύ καλή χρονιά το δέντρο να μην έχει την ικανότητα να δώσει αντίστοιχη παραγωγή και την επόμενη.
Σύμφωνα με τον προϊστάμενο της ΔΑΟΚ Μαγνησίας, Νίκο Λιάνο, «αν φτάσουν στο 30% – 40% της περσινής παραγωγής φέτος, οι αγρότες μας θα είναι ικανοποιημένοι». Όσον αφορά στις περίεργες κλιματολογικές συνθήκες και αν αυτές έχουν επηρεάσει την εξέλιξη της καλλιέργειας, ο κ. Λιάνος θεωρεί ότι «είναι νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα. Όπως και να έχει, όσοι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα αυξημένων καλλιεργητικών φροντίδων, αναλογιζόμενοι και το υψηλό κόστος παραγωγής, τότε σίγουρα θα βγουν ωφελημένοι». Στη Μαγνησία, πέρσι η παραγωγή ανήλθε σε 7.500 τόνους.
Αντίστοιχη είναι η εκτίμηση και από τον προϊστάμενο της ΔΑΟΚ Λάρισας, Δημήτρη Σταυρίδη, ο οποίος θεωρεί «δεδομένη τη μείωση της παραγωγής», ενώ για το πού θα κυμανθεί το ποσοστό, τονίζει πως «ξεκάθαρη εικόνα θα έχουμε στα μέσα Ιουνίου».
Λέσβος
Προσδοκίες για καλύτερη χρονιά
Θετικά είναι τα μηνύματα που δίνουν τα δέντρα από το στάδιο της ανθοφορίας, όπως δήλωσε στην ypaithros ο Γιώργος Λαγουτάρης, προϊστάμενος Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της ΠΕ Λέσβου: «Εμείς, εν αντιθέσει με άλλες περιοχές, δεν είχαμε καλή χρονιά πέρσι, είχαμε αρκετά προβλήματα. Φέτος, έχουμε καλή ανθοφορία σε περιοχές που δεν ήταν τόσο καλή τα προηγούμενα χρόνια. Είχαμε βέβαια υγρασία και βροχές, ωστόσο μέχρι στιγμής πάνε όλα καλά. Ακόμα δεν μπορούμε να πούμε κάτι πιο συγκεκριμένο, θα έχουμε εικόνα σε περίπου δύο εβδομάδες». Η περσινή παραγωγή στο νησί ήταν στους 11.000 τόνους.
Δυτική Ελλάδα
Κοντά στα περσινά επίπεδα
Σε στάση αναμονής για την εξέλιξη της ανθοφορίας των ελαιοδέντρων βρίσκονται οι ελαιοπαραγωγοί της Δυτικής Ελλάδας, με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για μια καλή παραγωγή στα ίδια, αν όχι λίγο χαμηλότερα, επίπεδα με την περσινή χρονιά.
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, Γεώργιου Μικέογλου, «μέχρι τα τέλη Ιουνίου, οπότε και θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της ανθοφορίας σε όλες τις περιοχές, ακόμα και στις πιο ορεινές, θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο για να μπορούν να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα για το μέγεθος της παραγωγής.
Ωστόσο, τα μέχρι στιγμής δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ότι η αρχική καλή ανθοφορία πιθανότατα επηρεάστηκε από τις πρόσφατες βροχές που φαίνεται να προκάλεσαν προβλήματα σε άνθη, τα οποία δεν είχαν προλάβει να δέσουν, επιφέροντας μείωση της παραγωγής». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Από την άλλη πλευρά, οι βροχές, όπως είναι φυσικό, ευνόησαν την ανάπτυξη των καρπών στα δέντρα που είχε δέσει η ανθοφορία, γεγονός που ενδεχομένως να φέρει καλύτερη παραγωγή ελαιολάδου.
Οπότε, μπορεί να χάθηκαν κάποια άνθη, λόγω των βροχών, δεν υπήρξε όμως ξηρασία που θα επιβάρυνε την ανάπτυξη του καρπού. Οι επόμενες 20-25 ημέρες είναι κρίσιμες για να είμαστε σε θέση να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το μέγεθος της καρποφορίας», κατέληξε. Στην Ηλεία, η παραγωγή ανήλθε πέρσι σε 28.000 τόνους.
Πηγή – ypaithros.gr