Γενικά, τα ελαιόδεντρα που καλλιεργούνται για ελαιόλαδο χρειάζονται λιγότερη άρδευση από ό,τι αυτά που καλλιεργούνται για επιτραπέζιες ελιές. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε να μην αρδεύσουμε υπερβολικά τα δέντρα. Η παραγωγή ελαιολάδου βελτιστοποιείται μεταξύ 40 και 70% ETc (εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας). Η υψηλότερη παραγωγή βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο αυτού του εύρους. Η καλύτερη ποιότητα λαδιού βρίσκεται στο κάτω άκρο. Γενικά, η υπερβολική άρδευση αυξάνει το κόστος καλλιέργειας, προάγει την περιττή φυτική ανάπτυξη και ανάπτυξη ζιζανίων, μπορεί να προκαλέσει έκπλυση θρεπτικών συστατικών, μπορεί να μειώσει την ανθοφορία και αυξάνει το κόστος κλαδέματος.
Η ελιά λοιπόν σε γενικές γραμμές δε χρειάζεται πολύ νερό. Χρειάζεται κάποια ποσότητα νερού στοχευμένα σε κάποια κρίσιμα στάδια, καθώς η υπερβολική άρδευση φέρνει μόνο προβλήματα. Η άρδευση στην ελιά θεωρείται απαραίτητη γενικά σε νεαρά δέντρα, αλλά και σε κάποιες βρώσιμες ποικιλίες ελιάς, των οποίων η τιμή αυξάνεται κατακόρυφα αν ο παραγωγός επιτύχει μεγάλο μέγεθος καρπού. Για παράδειγμα, η τιμή στην Καλαμών στην κλάση 100 τεμάχια ανά κιλό είναι σχεδόν τετραπλάσια από ότι για τα 350 τεμάχια ανά κιλό. Επομένως, εκεί η άρδευση είναι σχεδόν απαραίτητη ειδικά σε κάποια στάδια πριν τη συγκομιδή, έτσι ώστε να πάρουμε όσο το δυνατόν περισσότερες ελιές στις ”ακριβές” κλάσεις. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το δέντρο της ελιάς έχει αποδείξει ότι μπορεί να παράξει μια μέτρια ποσότητα μόνο και μόνο εκμεταλλευόμενο τις βροχές, καθώς βλέπουμε ότι ακόμα και στις νοτιότερες περιοχές της χώρας (π.χ. Κρήτη) αρκετοί είναι αυτοί που καλλιεργούν ξερικά. Παρόλα αυτά, αν αποφασίσουμε τελικά να αρδεύσουμε ειδικά σε κάποια κρίσιμα στάδια, το δέντρο φυσικά θα το εκμεταλλευτεί έτσι ώστε να δώσει περισσότερη και κάποιες φορές ποιοτικότερη παραγωγή, καθώς και να είναι μακροπρόθεσμα πιο υγιές και εύρωστο. Αυτός είναι ο λόγος που αρδεύεται το 70% των καλλιεργούμενων εκτάσεων ελιάς παγκοσμίως. Αντιθέτως, στη χώρα μας έχουμε κατά πλειοψηφία μη αρδευόμενες καλλιεργούμενες εκτάσεις ελιάς.
Γιατί και πότε αρδεύουμε την ελιά;
Με την άρδευση ρυθμίζεται αποτελεσματικά το άνοιγμα των στοματίων των φύλλων. Επίσης με την άρδευση παρατηρείται αυξημένη διαφοροποίηση των οφθαλμών και άρα υψηλή άνθηση και καρπόδεση που θα προσφέρει υψηλή απόδοση. Επιπλέον μειώνεται το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας και προωθείται η επετειοφορία με αποτέλεσμα ο ελαιώνας μας να είναι παραγωγικός κάθε χρόνο. Ακόμα, με την άρδευση οι βλαστοί αυξάνονται φυσιολογικά και οι καρποί είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος και λείοι. Αν και το ποσοστό του ελαιόλαδου / βάρος καρπού είναι μικρότερο, απ’ ότι σε ένα ξερικό ελαιώνα, συνολικά παρατηρείται υψηλότερη παραγωγή.
H ισορροπημένη άρδευση λοιπόν ευνοεί τη βλάστηση, ανθοφορία και καρποφορία των ελαιόδεντρων. Ξηρικά η ελιά καλλιεργείται συνήθως σε περιοχές με βροχοπτώσεις που υπερβαίνουν ετησίως τα 450 χιλιοστά βροχής. Ακόμα και αν συνολικά σε ετήσια βάση μπορεί να υπάρχουν αρκετές βροχοπτώσεις στην περιοχή μας (π.χ. 500 ή 600 mm), οι βροχοπτώσεις αυτές δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες. Έτσι, σε πολύ κρίσιμα στάδια της ανάπτυξης που αναφέρονται παρακάτω, μπορεί το δέντρο μας να μείνει “ακάλυπτο” από πλευράς υδατικών αναγκών, κάτι που έχει άμεσες συνέπειες στην παραγωγή μας.
Υπάρχουν κάποιες περίοδοι κατά τις οποίες απαιτείται η ύπαρξη του νερού, καθώς αν αυτό δεν επαρκεί έχουμε αρνητικές επιπτώσεις στα δέντρα μας και την παραγωγή τους. Στη χώρα μας, κατά μέσο όρο την περίοδο από Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο πραγματοποιούνται κάποιες κρίσιμες διεργασίες για το ελαιόδεντρο, όπως η διαφοροποίηση των οφθαλμών, η άνθηση, η καρπόδεση και η αύξηση των βλαστών. Η μη ικανοποίηση υδατικών αναγκών του δέντρου σε αυτό το στάδιο μπορεί να επιφέρει μειωμένη διαφοροποίηση οφθαλμών, μειωμένη άνθηση και κατά συνέπεια μειωμένη καρπόδεση, και άρα μικρότερη παραγωγή. Από την άλλη μεριά οι μικρότερες απαιτήσεις σε νερό που έχει η ελιά όσο και αν φαίνεται περίεργο είναι την περίοδο από μέσα Ιουλίου μέχρι και τέλη Αυγούστου. Μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε την εφαρμογή νερού από το στάδιο σκλήρυνσης του πυρήνα (περίπου τον Ιούλιο) έως και το τέλος Αυγούστου, χωρίς να υπάρχει σχεδόν καμία επίδραση στην παραγωγή (ελεγχόμενη ελλειμματική άρδευση).
Ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε την ομοιόμορφη κατανομή του νερού και το τι προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει η ανομοιομορφία είναι το εξής: Έστω ότι έχουμε έναν ελαιώνα ο οποίος βρίσκεται σε περιοχή όπου βρέχει αρκετά συχνά την περίοδο του χειμώνα αλλά έχουμε έλλειψη βροχοπτώσεων κατά την περίοδο από μέσα Μαρτίου μέχρι και τον Απρίλιο. Ο παραγωγός θα δει τις ελιές του να είναι γεμάτες άνθη αλλά τον χειμώνα που θα πάει για να συγκομίσει η παραγωγή θα είναι αρκετά πιο κάτω από την αναμενόμενη. Αυτό θα έχει συμβεί γιατί την περίοδο της ανθοφορίας δεν είχαμε επαρκείς ποσότητες νερού και έτσι είχαμε μεγάλο ποσοστό ατελών ανθέων και μειωμένη διαφοροποίηση οφθαλμών. Συνεπώς, η ανομοιομορφία στην κατανομή των βροχοπτώσεων είναι ένα σημαντικό πρόβλημα ειδικά σε εδάφη με χαμηλή υδατοϊκανότητα (εδάφη που δεν κρατούν το νερό, όπως συμβαίνει με τα αμμώδη εδάφη). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η άρδευση από τη μεριά του ελαιοπαραγωγού σε κάποια στάδια κρίνεται αναγκαία για μια υψηλή παραγωγή.
Όπου είναι απαραίτητο γενικά, συνιστάται άρδευση πριν από την έναρξη της ανθοφορίας, διότι η άρδευση κατά την περίοδο ανθοφορίας μπορεί να οδηγήσει σε έκπλυση της ποσότητας αζώτου που έχουμε ρίξει στο έδαφος.
Το φθινόπωρο, από το Σεπτέμβριο έως και τη συγκομιδή, αν το δέντρο έχει στη διάθεσή του επαρκείς ποσότητες νερού, μεγαλώνει αρκετά τους βλαστούς βοηθώντας σε μια καλή παραγωγή την επόµενη χρονιά. Στους καρπούς ολοκληρώνεται ο σχηµατισµός του λαδιού και ο καρπός αποκτά το μέγιστο δυνατό μέγεθος με την απορρόφηση νερού. Αν το φθινόπωρο δεν υπάρχει αρκετό νερό, οι καρποί συρρικνώνονται και αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα. Αντίθετα, με αρκετή υγρασία στο έδαφος τον Σεπτέμβριο έως τη συγκομιδή παράγεται αρκετό ελαιόλαδο και καλής ποιότητας.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε πριν την άρδευση της ελιάς;
Απαραίτητο πριν ξεκινήσουμε οποιαδήποτε σκέψη για άρδευση είναι να πάρουμε στα χέρια μας μία ανάλυση εδάφους. Η ανάλυση εδάφους σε συνδυασμό με συζήτηση με τον γεωπόνο της περιοχής μας θα μας υποδείξει αν χρειάζεται άρδευση, σε τι συχνότητα, σε ποια χρονικά σημεία, αλλά μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τη μέθοδο άρδευσης που θα ακολουθήσουμε. Για παράδειγμα, σε αμμώδη εδάφη που δεν κρατάνε νερό, συνίστανται συχνά ποτίσματα με λίγο νερό και όχι μία φορά με πολύ νερό. Επίσης, δυστυχώς σε αμμώδη εδάφη, το νερό πάει σχεδόν απολύτως κατακόρυφα προς τα κάτω, δεν απλώνεται έτσι ώστε να διαβρέξει έναν μεγάλο όγκο χώματος. Συνεπώς πρέπει να διαβρέχουμε διαφορετικά σημεία σε κάποια απόσταση γύρω από τον κορμό, και όχι μόνο ένα. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί μετά από συζήτηση με το γεωπόνο της περιοχής μας να καταλήξουμε ότι χρειαζόμαστε σύστημα με 2 μπεκ 180 μοιρών αντιδιαμετρικά του δέντρου και όχι σύστημα με σταγόνες (σπάνια περίπτωση αλλά μπορεί να συμβεί). Αντιθέτως, σε μέσης σύστασης έδαφος, μπορεί να καλυπτόμαστε άριστα με ένα σύστημα ακόμα και με ένα σταλάκτη ανά δέντρο (υπό προϋποθέσεις).
Καλό είναι να γνωρίζουμε γενικά ότι ήδη από 1,7 μέτρα βάθος και κάτω δεν υπάρχουν κατά κανόνα ενεργά ριζικά τριχίδια για να μπορέσει η ελιά να απορροφήσει νερό. Δυστυχώς, κατά μέσο όρο το ριζικό σύστημα ενός ώριμου δέντρου ελιάς μπορεί να απορροφήσει επαρκώς νερό και θρεπτικά συστατικά σε ένα στρώμα από 1,2 έως και 1,7 μέτρα βάθος, ενώ αντίθετα οι ρίζες που στηρίζουν το δέντρο αλλά δεν απορροφούν νερό μπορούν να φτάσουν πολλά μέτρα βάθος. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με τυχόν ελαφριά εδάφη μας δημιουργεί πολλά προβλήματα στο σχεδιασμό του συστήματος άρδευσης.
Επίσης, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι οι καρποί των αρδευόμενων δέντρων φτάνουν σε υψηλή κατά κανόνα ελαιοπεριεκτικότητα αργότερα σε σχέση με τους καρπούς των ξηρικών δέντρων. Επίσης, για τα αρδευόμενα δέντρα, η αλλαγή του χρώματος του καρπού από πράσινο σε μαύρο γίνεται πιο σταδιακά. Η περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο ως ποσοστό του βάρους των νωπών καρπών τείνει να είναι υψηλότερη φυσικά για τα ξηρικά από ό,τι για τα αρδευόμενα δέντρα, αλλά συνολικά με τη άρδευση έχουμε περισσότερες ελιές μεγαλύτερης μάζας.
Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα (να παρέχουμε σε κάθε δέντρο ελιάς τη βέλτιστη ποσότητα νερού στο κατάλληλο χρονικό σημείο) δεν είμαστε μόνοι μας, καθώς έχουμε σύμμαχο την τεχνολογία. Είναι φύσει αδύνατο να μπορέσουμε να επιτύχουμε ορθή άρδευση μόνο εμπειρικά, μόνο με ένστικτο και παρατηρώντας απλώς τα δέντρα ή πιάνοντας το χώμα. Η τεχνολογία μας βοηθά, καθώς στο εμπόριο υπάρχουν πολλές συσκευές (για παράδειγμα μετρητές υγρασίας εδάφους) που μπορούν να μας δώσουν με ασφάλεια κάποιες απαραίτητες μετρήσεις επί τόπου. Με ένα κόστος της τάξης των 30 ευρώ, μπορούμε να έχουμε μία μικρή συσκευή σε μέγεθος κινητού τηλεφώνου, την οποία μπορούμε να εφαρμόσουμε σε όποιο σημείο του ελαιώνα μας θέλουμε και αυτή μας δίνει ταυτόχρονα θερμοκρασία, υγρασία και pH εδάφους για το συγκεκριμένο αυτό σημείο. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο να το έχουμε πάντα μαζί μας ακόμα και ως ερασιτέχνες καλλιεργητές σε έναν ελαιώνα 30 δέντρων. Φυσικά, ως επαγγελματίες καλλιεργητές εκατοντάδων δέντρων, υπάρχουν πολύ πιο εξελιγμένα συστήματα παρακολούθησης, καταγραφής και ανάλυσης αυτών και άλλων παραμέτρων καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε.
Πώς αρδεύουμε την ελιά
Όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες καλλιέργειες, υπάρχουν κινητά και ακίνητα συστήματα άρδευσης που χρησιμοποιούνται συνήθως σε ελαιώνες. Τα κινητά συστήματα δεν έχουν κόστος εγκατάστασης, αλλά είναι μεγάλης έντασης εργασίας. Τα ακίνητα συστήματα απαιτούν αρχική επένδυση και έχουν μεγάλο κόστος συντήρησης.
Τα συνηθέστερα συστήματα άρδευσης της ελιάς είναι τα παρακάτω:
Κατάκλυση
Η άρδευση με κατάκλυση είναι ένα σύστημα που προτιμάται σε εδάφη με κλίση έως 3%. Δυστυχώς δεν προσδίδει ομοιόμορφη και ελεγχόμενη κατανομή του νερού σε όλα τα δέντρα, και γι’ αυτό στις μέρες μας αποφεύγεται.
Αυλάκια
Στην άρδευση με αυλάκια, ένας περιοριστικός παράγοντας είναι η κλίση του εδάφους να μην ξεπερνά το 1%. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι ο απλός σχεδιασμός και η μικρή δαπάνη για την προετοιμασία του εδάφους. Από την άλλη μεριά όμως οδηγεί σε υψηλή και άσκοπη κατανάλωση νερού, σε έκπλυση θρεπτικών συστατικών και σε ανομοιόμορφο πότισμα.
Τεχνητή Βροχή
Η τεχνητή βροχή με μικροεκτοξευτήρες είναι ένας τρόπος να ποτίζουμε διαφορετικά σημεία γύρω από ένα δέντρο αν αυτό είναι απαραίτητο, όπως πχ. σε εδάφη με ποσοστό άνω του 70% σε άμμο όπως αναφέραμε πριν. Η τεχνητή βροχή είναι ένα σύστημα με απλή διαχείριση που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δαπάνες. Ωστόσο η επίδραση του αέρα στην κατανομή της βροχής είναι ένας παρεμποδιστικός παράγοντας στην αποτελεσματική άρδευση. Επίσης, ακριβώς επειδή διαβρέχουμε μία μεγαλύτερη επιφάνεια, η τεχνητή βροχή ευνοεί την ανάπτυξη των ζιζανίων, ενώ σε συνδυασμό με δυνατό αέρα ή λάθος τοποθέτηση μπορεί να προκαλέσει τη διαβροχή του κορμού με κίνδυνο την ανάπτυξη ασθενειών.
Στάγδην Άρδευση
Η στάγδην άρδευση (άρδευση με σταλάκτες) χρησιμοποιεί διάτρητους σωλήνες που λειτουργούν με χαμηλή πίεση. Το σύστημα υπερτερεί στην οικονομία και αποτελεσματική χρήση του νερού. Τα πλεονεκτήματά του είναι ότι μπορεί να συνδυαστεί με υδρολίπανση και περιορίζει την ανάπτυξη των ζιζανίων. Όμως όπως και κάθε σύστημα έχει τα μειονεκτήματά του. Μεταξύ αυτών είναι κυρίως το υψηλό κόστος συντήρησης, αλλά και η πιθανότητα να φράξουν οι σταλάκτες, να τρυπήσουν από διάφορους παράγοντες (π.χ. τσίμπημα πουλιών κτλ) και άλλα. Αν αυτό δυστυχώς δεν το αντιληφθεί ο παραγωγός άμεσα, θα επηρεάσει έναν μεγάλο αριθμό δέντρων. Στις μέρες μας, προτιμάται σαν επιλογή το σύστημα των σταγόνων και αρκετοί παραγωγοί -όπως βλέπουμε και στην παρακάτω φωτογραφία- διατηρούν ψηλά τα λάστιχα, έτσι ώστε να μην τους εμποδίζουν στις εργασίες με τον καταστροφέα. Κάποιοι άλλοι παραγωγοί όμως πιστεύουν ότι αυτό είναι λάθος, καθώς όσο και να προσεχτούν τα λάστιχα που είναι ψηλά, κάποια στιγμή θα παρουσιάσουν διαρροές. Κάποιο από το νερό αυτό με τη βοήθεια του αέρα είναι σίγουρο ότι θα καταλήξει στον κορμό του δέντρου, και τότε ξεκινούν τα προβλήματα ασθενειών.
Υπόγεια Στάγδην Άρδευση
Η υπόγεια στάγδην άρδευση είναι μια χαμηλής πίεσης μέθοδος άρδευσης που μεταφέρει το νερό κατευθείαν στις ρίζες των φυτών μέσω πλαστικών αγωγών εφαρμογής που είναι μόνιμα θαμμένοι στο υπέδαφος. Η επιφάνεια του εδάφους μπορεί να παραμένει στεγνή, ενώ ταυτόχρονα το δέντρο να αρδεύεται. Επιτρέπει στο νερό να διανέμεται ομοιόμορφα ανεξάρτητα από το σχήμα των αρδευόμενων εκτάσεων. Οπωσδήποτε έχει αρκετά μεγάλο κόστος σχεδιασμού, εγκατάστασης αλλά και συντήρησης (ειδικά αν φράξουν οι σταλάκτες), ενώ χρειάζεται πολλή προσοχή στις γεωργικές εργασίες. Από την άλλη όμως παρέχει πολύ στοχευμένη άρδευση με μεγάλη οικονομία νερού.
Τι να αποφύγουμε κατά την άρδευση της ελιάς
Με όποιον τρόπο κι αν επιλέξουμε να αρδεύσουμε τον ελαιώνα μας, είναι σημαντικό να θυμόμαστε να αποφεύγουμε την άμεση διαβροχή του κορμού και του εδάφους σε μικρή απόσταση από αυτόν. Αυτό γιατί σ’ αυτήν την απόσταση δεν υπάρχει ενεργό ριζικό σύστημα για να απορροφήσει το νερό που προσφέρουμε στα δέντρα. Επίσης, ο λαιμός των ελαιόδεντρων είναι αρκετά ευαίσθητος σε ασθένειες του εδάφους και μικροοργανισμούς που ευνοούνται από την υγρασία.
Τι θα γίνει αν αρδεύσουμε υπερβολικά την ελιά
Όταν αρδεύουμε πλήρως την ελιά (100% ΕΤc), αφενός μεν δεν κερδίζουμε και πολλά πράγματα σε σχέση με την ελλειμματική άρδευση, αφετέρου ευνοούνται οι βερτισιλλιώσεις, η υπερβολική ανάπτυξη ζιζανίων, καθώς και η ραγδαία αύξηση πληθυσμού διαφόρων εχθρών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον δάκο.
Όταν αρδεύουμε υπερβολικά, τότε σίγουρα αυξάνεται σημαντικά το κόστος της παραγωγής, αλλά και το κόστος του κλαδέματος σε σημείο που μπορεί να γίνεται ασύμφορη η καλλιέργεια. Επίσης, το υπερβολικό νερό στους καρπούς μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ποιότητα λαδιού. Τέλος, το παραπανίσιο νερό οδηγεί σε βλαστομανία, δηλαδή σε υπερβολική ανάπτυξη των βλαστών, κάτι που συνεπάγεται σε σκίαση των δέντρων και άρα σε μείωση της φωτοσύνθεσης, με αποτέλεσμα τη μειωμένη καρποφορία την επόμενη χρονιά.
Άλλες μέθοδοι που μας βοηθούν στην ορθή διαχείριση νερού
Εδαφοκάλυψη και χλωρά λίπανση
Μια άλλη τακτική που ίσως είναι ωφέλιμο να εφαρμόζουμε στον αρδευόμενο ελαιώνα μας είναι η εδαφοκάλυψη. Η τεχνική της εδαφοκάλυψης προστατεύει το έδαφος από την ξηρασία εξαιτίας της εξάτμισης, καθώς και από διάβρωση του εδάφους, καταπολεμώντας παράλληλα και τα ζιζάνια. Μπορεί να εφαρμοστεί με τη χρήση θρυμματισμένων υλικών κλαδέματος καθώς θα βγουν νωπά από τον θρυμματιστή. Θετικά αποτελέσματα έχουν επίσης προκύψει από τη χρήση της χλωρής λίπανσης. Κατάλληλα φυτά που επιλέγονται είναι το έρπον τριφύλλι, ο βίκος, το κτηνοτροφικό κουκί και το κτηνοτροφικό μπιζέλι. Τα φυτά αυτά περιέχουν αζωτοδεσμευτικά βακτήρια που εναποθέτουν άζωτο στο έδαφος. Επίσης, σημαντική θεωρείται και η διατήρηση της αυτοφυούς χλωρίδας (π.χ. οξαλίδα). Πολλές φορές ασκεί ανασταλτική δράση στα ζιζάνια.
Συμπέρασμα
Γίνεται λοιπόν σαφές πως η άρδευση της ελιάς είναι μια καλλιεργητική τεχνική που αν γίνει χωρίς μελέτη, διασταύρωση στοιχείων και συζήτηση με τον γεωπόνο της περιοχής μας, είναι σίγουρο ότι θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στα δέντρα μας. Όταν όμως γίνεται μετά από ενδελεχή έρευνα και συλλογή στοιχείων -όχι γενικά αλλά συγκεκριμένα για τον ελαιώνα μας- μπορεί όντως να προσφέρει υψηλότερη και ποιοτικότερη παραγωγή, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην υγεία και μακροημέρευση των δέντρων μας, καθώς τα καθιστά πιο ανθεκτικά απέναντι σε ασθένειες και πάσης φύσεως στρες.
Βιβλιογραφία
- – http://www.fao.org/land-water/databases-and-software/crop-information/olive/en/
- – https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fpls.2019.01243/full
- – «Ελαιοκομία», Ιωάννης Ν. Θεριός, Εκδόσεις Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη 2015
- – https://www.aua.gr/roussos/Roussos/pdf/Printing%20Lessons/Olive/6-Irrigation.pdf
- – «Επισκόπηση των τρόπων άρδευσης με έμφαση στην υπόγεια στάγδην άρδευση», Διπλωματική Εργασία Αθανασιάδου Βασιλική, Κονσούλα Αθανασία, Μπατσούκα Ασπασία, Θεσσαλονίκη 2007
- – «Ελιά», Δρ. Ειρήνη Καρατάσιου, Δρ. Ηλίας Κάλφας, Αμερικανική Γεωργική Σχολή, Θεσσαλονίκη 2018
- Πηγή – wikifarmer.com