Για τη θρέψη της ελιάς απαιτούνται τουλάχιστον 16 θρεπτικά στοιχεία, τα οποία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν τα μακροστοιχεία: άζωτο, φωσφόρος, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, θείο, άνθρακας, υδρογόνο και οξυγόνο. Στη δεύτερη ανήκουν τα μικροστοιχεία ή ιχνοστοιχεία: σίδηρος, ψευδάργυρος, χαλκός, βόριο, μαγγάνιο, μολυβδαίνιο και χλώριο. Η διάκριση γίνεται με μόνο κριτήριο τις ποσότητες αυτών που προσλαμβάνουν τα φυτά. Όλα όμως είναι εξίσου σημαντικά και απαραίτητα για τη θρέψη της ελιάς με σημαντικότερα το άζωτο, το φωσφόρο, το κάλιο, το βόριο, και γι’ αυτό συνήθως εφαρμόζονται με τη λίπανση.
Όταν η περιεκτικότητα ενός θρεπτικού στοιχείου στα φύλλα είναι χαμηλότερη από την κανονική, τότε εμφανίζονται τροφοπενίες που εκδηλώνονται με διάφορα συμπτώματα και επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη, μειώνοντας την παραγωγή των δένδρων. Αντίθετα, υπερβολικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος και στα φύλλα των δένδρων προκαλούν τοξικότητες με επίσης αρνητικές επιπτώσεις στα δένδρα.
Γενικά η λίπανση της ελιάς εφαρμόζεται κυρίως στο έδαφος και συμπληρωματικά στα φύλλα. Η εφαρμογή στο έδαφος είναι ο βασικός τρόπος και καλύπτει τις μεγαλύτερες θρεπτικές ανάγκες της ελιάς. Στο έδαφος χορηγούνται κυρίως τα στοιχεία άζωτο, φωσφόρος, κάλιο και συμπληρωματικά μαγνήσιο και βόριο. Τα υπόλοιπα θρεπτικά στοιχεία βρίσκονται στο έδαφος, και μόνο σε περιπτώσεις έλλειψης προστίθενται με λιπάσματα.
Η πρόσληψη θρεπτικών στοιχείων από τα φύλλα
Τα φύλλα δεν έχουν την κατάλληλη δομή για την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων (θ.σ.) όπως έχουν οι ρίζες. Τα κυριότερα εμπόδια είναι το εξωτερικό μέρος της επιφάνειας του φύλλου, που λέγεται εφυμενίδα, και ένα στρώμα κηρών που εμποδίζουν την είσοδο του νερού και των θρεπτικών στοιχείων στο εσωτερικό των φύλλων. Περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η θερμοκρασία και ο φωτισμός επηρεάζουν, αυξάνοντας ή μειώνοντας τον ρυθμό απορρόφησης. Η ξηρή ατμόσφαιρα μειώνει την απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων. από τα φύλλα. Φύλλα νεαρής ηλικίας απορροφούν καλύτερα τα θρεπτικά στοιχεία από τα γέρικα φύλλα. Τα διάφορα είδη των δένδρων έχουν διαφορετική ικανότητα πρόσληψης στοιχείων από τα φύλλα. Ποικιλίες της ελιάς μπορεί να διαφέρουν στην ικανότητα πρόσληψης. Η χημική σύσταση της εφαρμοζόμενης ουσίας, η οξύτητα (pH) και η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων ουσιών του ψεκαστικού διαλύματος επηρεάζουν σημαντικά την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων.
Συμπτώματα έλλειψης βορίου στα φύλλα της ελιάς |
Οι διαβρεκτικές ουσίες αυξάνουν την απορροφητικότητα των φύλλων, γιατί χαμηλώνουν την επιφανειακή τάση και επομένως ελαττώνουν τη γωνία επαφής μεταξύ του υγρού και της φυλλικής επιφάνειας. Ορισμένα διαβρεκτικά όπως το Tween 80 (0.1%) ή το Tween 20 (0.01%) διπλασίασαν τον ρυθμό απορρόφησης της ουρίας από φύλλα μηλιάς.
Η αποτελεσματικότητα όμως του ψεκαστικού διαλύματος προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση του είδους της φυλλικής επιφάνειας, των διαλυμένων ουσιών και του pH του διαλύματος.
Πλεονεκτήματα της διαφυλλικής λίπανσης
Η άμεση πρόσληψη των θρεπτικών στοιχείων από τα ίδια τα φύλλα. Η ταχεία απορρόφηση και αντίδραση των φυτών στη διαφυλλική λίπανση και ειδικότερα στη θεραπεία τροφοπενιών. Η αποφυγή απωλειών λιπασμάτων στο έδαφος και της ρύπανσης των υπόγειων νερών. Η πρόσληψη θρεπτικών στοιχείων που είναι δύσκολο να προσληφθούν από τις ρίζες όπως ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος και το μαγγάνιο. Σε ασβεστούχα εδάφη, ορισμένα στοιχεία όπως ο ψευδάργυρος μετατρέπονται σε μορφές μη απορροφήσιμες από τις ρίζες, οπότε η διαφυλλική εφαρμογή κρίνεται απαραίτητη.
Μειονεκτήματα της διαφυλλικής λίπανσης
Μικρές μόνο ποσότητες μπορεί να απορροφηθούν από τα φύλλα σε σχέση με τις απαιτήσεις των φυτών. Το υψηλό κόστος των διαφυλλικών, η μειωμένη διάρκεια δράσης και η ανάγκη πολλαπλών επεμβάσεων αυξάνει το κόστος παραγωγής. Η πιθανή εμφάνιση εγκαυμάτων στα φύλλα. Η διαφυλλική λίπανση εφαρμόζεται περισσότερο στα μικροστοιχεία αφού απαιτούνται μικρές ποσότητες από τα δένδρα.
Διαφυλλική λίπανση της ελιάς στην πράξη
Η λίπανση αυτή είναι συμπληρωματική και ενδείκνυται στις πιο κάτω περιπτώσεις:
# Για την κάλυψη μικρών αναγκών των δένδρων όταν η βασική λίπανση στο έδαφος δεν ήταν ικανοποιητική ή υπήρξαν απώλειες από διάφορες αιτίες.
# Σε εποχές μεγάλης ζήτησης θρεπτικών στοιχείων όπως η ανθοφορία-καρπόδεση (την άνοιξη) και η ανάπτυξη των καρπών καθώς και η ελαιογένεση (φθινόπωρο). Όταν υπάρχουν ορατά συμπτώματα έλλειψης θρεπτικού στοιχείου για γρήγορη αντίδραση του φυτού και θεραπεία της τροφοπενίας. H διαφυλλική εφαρμογή είναι περισσότερο αποτελεσματική όσο μεγαλύτερη είναι η έλλειψη ενός θρεπτικού στοιχείου στο έδαφος και τα φύλλα. Στην πράξη, τα θρεπτικά στοιχεία που συνήθως εφαρμόζονται διαφυλλικά στην ελιά είναι το άζωτο, το κάλιο και το βόριο, στοιχεία που είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη και παραγωγή της ελιάς.
Άζωτο: Το άζωτο αυξάνει τη βλάστηση, τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών, το ποσοστό των τέλειων ανθέων, την καρπόδεση και την παραγωγή, ενώ μειώνει την παρενιαυτοφορία. Η έλλειψη αζώτου εμφανίζεται με χλώρωση στα φύλλα. Η ουρία είναι η κυριότερη μορφή αζώτου που εφαρμόζεται γιατί περιέχει 46% άζωτο, απορροφάται εύκολα από τα φύλλα της ελιάς και δεν είναι τοξική. Η περιεκτικότητα του ψεκαστικού υγρού είναι συνήθως 4% σε ουρία. Μπορεί να εφαρμοστεί την άνοιξη, γιατί απορροφάται καλύτερα από τα νεαρά φύλλα για καλύτερη καρπόδεση και το φθινόπωρο για καλύτερη ανάπτυξη τοu καρπού και αύξηση της ελαιοπεριεκτικότητας. Συνιστάται περισσότερο σε ξερικούς ελαιώνες και όταν η περιεκτικότητα σε άζωτο στα φύλλα είναι χαμηλότερη από 1,5% σε ξηρό βάρος. Η μερική χορήγηση του αζώτου από τα φύλλα μειώνει τις απώλειες αζώτου από το έδαφος και τη ρύπανση των υπόγειων νερών.
Κάλιο: Το κάλιο επηρεάζει θετικά τη φωτοσύνθεση, την παραγωγή και ανάπτυξη του καρπού, προσδίδει ανθεκτικότητα στην ξηρασία και τον παγετό, στο κυκλοκόνιο και άλλες ασθένειες. Χαρακτηριστικά συμπτώματα της έλλειψης δείχνει η Εικόνα 2. Διαφυλλικά, το κάλιο συνιστάται σε αργιλικά (σκληρά) εδάφη γιατί τα καλιούχα λιπάσματα δεσμεύονται στο έδαφος και δύσκολα απορροφώνται από τη ρίζα. Σε ασβεστώδη εδάφη, επίσης, παρατηρείται συχνά έλλειψη καλίου. Ειδικά συνιστάται σε ξηρικούς ελαιώνες, γιατί η έλλειψη εδαφικής υγρασίας μπορεί να περιορίζει την πρόσληψη καλίου από το έδαφος. Διαφυλλικά χρησιμοποιείται κυρίως το νιτρικό κάλιο και λιγότερο το θειϊκό κάλιο και χλωριούχο κάλιο. Εφαρμόζεται την άνοιξη αλλά και στις αρχές φθινοπώρου, για αύξηση του βάρους του καρπού και των φαινολικών και για πρωίμιση της ωρίμανσης των καρπών.
Βόριο: Το βόριο, αν και μικροστοιχείο, είναι πολύ σημαντικό για την παραγωγή της ελιάς, ενώ συχνές είναι οι τροφοπενίες στους ελληνικούς ελαιώνες. Συμβάλλει σημαντικά στη βλάστηση της γύρης,στην επικονίαση, στην καρπόδεση και στην ανάπτυξη του καρπού. Η έλλειψή του επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα του καρπού, γιατί παράγονται μικροί και παραμορφωμένοι καρποί και πιθανή καρπόπτωση. Προκαλεί επίσης φυλλόπτωση και ξήρανση βλαστών. Η διαφυλλική εφαρμογή μπορεί να αυξήσει την καρπόδεση ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις έλλειψης βορίου στα φύλλα. Εφαρμόζεται υπό μορφή βόρακα ή βορικού οξέος. Πειράματα στην ποικιλία Χονδρολιά έδειξαν ότι δύο εφαρμογές με βόρακα, μία 15 ημέρες πριν και μία 15 ημέρες μετά την πλήρη άνθηση, σχεδόν διπλασίασαν την παραγωγή.
Συμπτώματα έλλειψης βορίου σε βλαστό ελιάς |
Στις ελιές μπορεί να εφαρμοστούν διαφυλλικά ο φωσφόρος, το μαγνήσιο, το ασβέστιο, ο σίδηρος, το μαγγάνιο και ο ψευδάργυρος. Σπάνια όμως θα χρειαστεί διαφυλλική επέμβαση και μόνο σε περιπτώσεις που η ανάλυση των φύλλων δείξει ότι είναι σε χαμηλά επίπεδα. Η εφαρμογή τους γίνεται συνήθως με σύνθετα διαφυλλικά λιπάσματα. Εφαρμογή θειϊκού ψευδαργύρου δύο φορές την άνοιξη αύξησε την καρπόδεση και παραγωγή. Τρεις ψεκασμοί με θειικό μαγνήσιο 1,5% στην καρπόδεση και ένα μήνα αργότερα αύξησαν την παραγωγή και βελτίωσαν την ποιότητα των καρπών. Τα δεδομένα αυτά χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές πριν γενικευτεί η εφαρμογή τους. Διαφυλλική εφαρμογή ασβεστίου μπορεί να αυξήσει την ανθεκτικότητα των καρπών σε προσβολές από μύκητες. Τέλος, διαφυλλική εφαρμογή πυριτίου ενισχύει την άμυνα της ελιάς σε αβιοτικούς παράγοντες όπως το ψύχος και η έλλειψη νερού καθώς και έναντι προσβολής από το κυκλοκόνιο.
Διαφυλλικά λιπάσματα
Όλα τα διαφυλλικά λιπάσματα διαλύονται εύκολα στο νερό και γι’ αυτό είναι κατάλληλα και για υδρολίπανση. Διακρίνονται σε απλά και σύνθετα. Τα απλά περιέχουν μόνο μία ουσία όπως η ουρία, ο βόρακας, το νιτρικό κάλιο κ.ά. Τα σύνθετα περιέχουν συνήθως μακροστοιχεία (άζωτο, φωσφόρο, κάλιο, μαγνήσιο), το ιχνοστοιχείο βόριο και σε χηλική μορφή σίδηρο, ψευδάργυρο και μαγγάνιο. Τα διαφυλλικά λιπάσματα συνδυάζονται με πολλά από τα γνωστά φυτοφάρμακα. Θα πρέπει όμως να ακολουθούνται οι οδηγίες που αναγράφονται στη συσκευασία. Η επιλογή του όποιου διαφυλλικού θα πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις ελλείψεις των θρεπτικών στοιχείων, τα οποία εντοπίζονται με τη φυλλοδιαγνωστική και τη συνεργασία ειδικών γεωτεχνικών.
Για μια αποτελεσματική διαφυλλική λίπανση
Η διαφυλλική λίπανση αποτελεί μια συμπληρωματική εφαρμογή θρεπτικών στοιχείων στους ελαιώνες. Η απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων είναι πιο γρήγορη από ό,τι στις ρίζες. Χρησιμοποιείται στη διόρθωση των τροφοπενιών και για βελτίωση ορισμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών του καρπού και του ελαιολάδου. Για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου πρέπει να προσεχθούν τα ακόλουθα: Η σωστή επιλογή του είδους του λιπάσματος, της δοσολογίας και του χρόνου επέμβασης για να αποφεύγονται οι τοξικότητες στα φύλλα. Ο ψεκασμός να αποφεύγεται όταν τα δένδρα υποφέρουν από έλλειψη νερού (καλοκαίρι). Η άνοιξη, λίγο πριν την πλήρη άνθηση και λίγες μέρες μετά την καρπόδεση, είναι καλή εποχή και μπορεί να ενισχύσει την καρπόδεση. Όσο περισσότερο χρόνο το ψεκαστικό διάλυμα παραμένει στην επιφάνεια των φύλλων τόσο μεγαλύτερες ποσότητες θρεπτικών θα απορροφηθούν.
Γι’ αυτό οι ψεκασμοί πρέπει να εφαρμόζονται τις δροσερές ώρες της ημέρας (πρωί ή αργά το απόγευμα). Η προσθήκη ασβέστου στο ψεκαστικό διάλυμα μειώνει αισθητά τη διαλυτότητα πολλών στοιχείων και περιορίζει την τοξικότητα. Να αποφεύγονται οι ψεκασμοί όταν επικρατούν άνεμοι ή υπάρχει κίνδυνος να ακολουθήσει άμεσα βροχή. Σε ελαιώνες με πλούσια ή υπερβολική ανθοφορία, και ιδιαίτερα σε επιτραπέζιες ποικιλίες, να αποφεύγονται διαφυλλικοί ψεκασμοί που μπορεί να προκαλέσουν υπερβολική καρπόδεση και καρποφορία.
Στις επιτραπέζιες ποικιλίες προκαλεί μικροκαρπία και μείωση της ποιότητας, ενώ στις ελαιοποιήσιμες μείωση της ελαιοπεριεκτικότητας και παρενιαυτοφορία.
του Σταύρου Βέμμου, Ομότιμου καθηγητή Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και προέδρου της 4Ε
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ”Ελιά & Ελαιόλαδο”, τεύχος 87
Πηγή – olivenews.gr