Τις τελευταίες ημέρες εμφανίστηκαν δημοσιεύματα για μια ασθένεια των κάστανων, μιας και είναι η εποχή συγκομιδής των και της εμπορίας των, με κύριο εμπορικό εταίρο μας την Ιταλία.
Δυστυχώς ύστερα από τα πρώτα φορτία που στάλθηκαν, το πρόβλημα έγινε έντονα αισθητό στους εμπόρους, καθώς τα φαινομενικά υγιή κάστανα στη συνέχεια όταν τα κόβανε άμεσα, ή όταν τα αποθήκευαν, τα έβρισκαν αργότερα, εντελώς αλλοιωμένα και σαπισμένα εσωτερικά στην αποθήκη και στο ψυγείο. Και επειδή πολλές φορές αυτά πουλιούνται απευθείας στους καταναλωτές χωρίς να ελεγχθούν, αυτοί ευρίσκονται προ εκπλήξεως την ώρα του βρασίματος, γιατί τότε ανακάλυπταν ότι είναι εντελώς ακατάλληλα για να καταναλωθούν.
Σαν Δενδροκόμος, έγινα αποδέκτης τις προηγούμενες ημέρες των ανησυχιών και της έκφρασης της αγωνίας αυτών των παραγωγών απ’όλη την Ελλάδα. Βέβαια τα τελευταία χρόνια προχωρήσαμε ένα βήμα παραπάνω, όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, με δοκιμαστικούς ψεκασμούς που εφαρμόσαμε στην περιοχή του Πηλίου και είχαμε θετικότατα αποτελέσματα και σχεδόν παντελή έλλειψη προσβολής των καρπών.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Η «Φαιά σήψη», είναι μια ασθένεια που προκαλείται από τον μύκητα Gnomoniopsiscastaneae Tamietti (σημερινή ονομασία: Gnomoniopsissmithogilvyi), που προσβάλλει το καρπό του κάστανου, ξεκινώντας –και προσέξτε το γιατί είναι βασικό- τη στιγμή της ανθοφορίας και αφού εισέλθει από εκεί, στη συνέχεια, αναπτύσσεται εις βάρος του καρπού, καθιστώντας τον μη εμπορεύσιμο.
Κατά τη συγκομιδή, οι καρποί φαίνονται υγιείς, αλλά όταν κόβονται, το κάστανο μέσα, δηλαδή το ενδοσπέρμιο (η ψίχα, αν μπορούμε να την πούμε έτσι), ενώ πρέπει να είναι λευκό, δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος του, έχει και μια φαιά (σταχτή) εμφάνιση και σύσταση μαλακιά και σπογγώδη. Πρωτοεμφανίστηκε το 2005 σε καστανοπεριοχές της Ιταλίας και τα επόμενα χρόνια εξαπλώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως στη Γαλλία, την Ελβετία, την Ισπανία, τη Σλοβενία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην Ελλάδα αναφέρθηκε πρώτη φορά το 2015.
Γεννάται όμως το ερώτημα, γιατί ενώ συνυπήρχε πάντα αυτός ο μύκητας με τις καστανιές χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερες ζημιές, άρχισε όμως να δημιουργεί προβλήματα τα τελευταία χρόνια;
Ίσως μία πιθανή εξήγηση να είναι η παρουσία ενός νέου επίσης παθογόνου εντόμου, του σκαθαριού της «σφήκας της καστανιάς» (του Dryocosmuskuriphilus), το οποίο άλλαξε τη βιολογική ισορροπία μέσα στους καστανεώνες, υποβάλλοντας τα φυτά σε ισχυρό στρες.
Μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από τη συνεχιζόμενη κλιματική αλλαγή, που προκαλεί υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και έλλειψη βροχοπτώσεων, οδηγώντας σε παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, όπως και σε νότιους θερμούς ανέμους (λίβας), που αφυδατώνουν τους καρπούς. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί, έχουν αποδυναμώσει τα φυτά και έχουν τροποποιήσει τη βιολογία του μύκητα, που σήμερα εμφανίζεται όλο και περισσότερο με την παθογόνο μορφή του, δηλαδή τη «φαιά σήψη» των κάστανων.
Ο βιολογικός κύκλος της
Το συγκεκριμένο παθογόνο είναι λοιπόν ένας «ενδοφυτικός» μύκητας όπως λέμε εμείς οι γεωπόνοι, δηλαδή ζει μέσα στους ιστούς του δέντρου κι αυτό κάνει πολύ δύσκολο τόσο τον εντοπισμό του, αλλά και την αντιμετώπισή του. Προϋπήρχε σε περιοχές κατάλληλες για την καλλιέργεια της καστανιάς και απλά συμβιούσε με τα δέντρα χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερη ζημιά. Διαχειμάζει στο έδαφος σε υπολείμματα καλλιεργειών, όπως τα «αχαίνια» (οι «τζούνες» που λέμε) και την άνοιξη μεταναστεύει και εισχωρεί στα άνθη της καστανιάς, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες που δημιουργούν μία προδιάθεση κατόπιν στους καρπούς για να υποστούν τη ζημιά.
Πάντως από την ελληνική εμπειρία, είδαμε ότι και να συγκομισθούν και να απομακρυνθούν από τον καστανεώνα αυτά τα «αχαίνια», η προσβολή των καρπών την επόμενη καλλιεργητική σαιζόν, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, συνεχίζεται κανονικά. Η μόλυνση, που προκαλείται από την ανάπτυξη των υφών του μύκητα, ξεκινά από τις περιφερειακές περιοχές του καρπού και στη συνέχεια κινείται στο εσωτερικό του.
Προστασία από τη «φαιά σήψη»
Επειδή ο μύκητας είναι «ενδοφυτικός» (ζει μέσα στους ιστούς) της καστανιάς, μας οδηγεί στο να καταφεύγουμε σε θεραπείες με τη χρήση μόνο διασυστηματικών μυκητοκτόνων, που να μπορούν να διακινηθούν μέσα στο φυτό ούτως ώστε να εξουδετερώσουν τον μύκητα.
Ωστόσο, αυτά τα μυκητοκτόνα φυτοφάρμακα που έχουν άδεια χρήσης σήμερα, είναι λίγα και είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί προσεκτικά ο κίνδυνος να αφήνουν υπολείμματά τους στα κάστανα. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί η δυσκολία, κατά πόσο στα μεγαλύτερης ηλικίας κλαδιά των δέντρων της καστανιάς, είναι δυνατόν να διεισδύσουν ώστε να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά, αλλά και οικονομικά η ύπαρξη του συγκεκριμένου παθογόνου.
Ενδεικτικά από τις πειραματικές δοκιμές που έχουμε με διασυστηματικά μυκητοκτόνα, επικεντρωνόμαστε σε δύο.Το Signum και το Luna Experience SC, εφαρμόζοντας δύο ψεκασμούς, έναν στα τέλη Μαΐου και στα μέσα Ιουνίου.
Διαλογή και απομάκρυνση
Για να ξεχωρίσουμε τους υγιείς καρπούς από αυτούς που είναι προσβεβλημένοι, μπορούμε να εφαρμόσουμε διάφορες μεθοδολογίες, οι οποίες όμως είναι χρονοβόρες και κοστοβόρες, μιας και απαιτούν χειρωνακτικές εργασίες.
Καταρχάς μπορούμε να κάνουμε την επιλογή με το χέρι, παρόλο που αρχικά εξωτερικά, αναμεταξύ τους οι άρρωστοι και υγιείς καρποί είναι πανομοιότυποι, τελικά πιέζοντας έναν προς έναν τους καρπούς, καταλαβαίνουμε ποιοι είναι πιο μαλακοί, λόγω της προσβολής των από τη «φαιά σήψη» και έτσι τους απορρίπτουμε.
Άλλος ένας επίπονος τρόπος είναι να εμβαπτίζουμε τα κάστανα μέσα σε «μπανιέρες», όπου οι προσβεβλημένοι καρποί ξεχωρίζουν και «επιπλέουν» στην επιφάνεια του νερού, οπότε και κατάλληλα απομακρύνονται. Βέβαια μετά την έξοδο των υγειών καρπών από την «μπανιέρα», αυτοί θα πρέπει να στεγνώσουν ώστε να μην μουχλιάσουν κατά την αποθήκευσή τους.
Πηγή www.eleftheria.gr