Είναι γνωστό ότι η διακοπή λειτουργίας μιας καφετέριας για λίγες ή περισσότερες μέρες, όπως για παράδειγμα λόγω covid, δεν αποτελεί απροσπέλαστο εμπόδιο για την επαναλειτουργία της επιχείρησης, καθώς η παρασκευή του καφέ είναι επί της ουσίας μία παροχή υπηρεσίας, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παραγωγική διαδικασία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει για τη γεωργική παραγωγή, φυτικής ή ζωικής κατεύθυνσης. Η αγροτική παραγωγή απαιτεί την ύπαρξη μίας διαρκούς και σταθερής υποδομής. Με λίγα λόγια, δεν μπορεί κανείς να πατήσει έναν διακόπτη και απλά να είναι σε θέση να παράγει αγροτικά προϊόντα.
Στην τρέχουσα συγκυρία για ακόμη μια φορά αναδεικνύεται η τρωτότητα της χώρας μας. Αυτή τη φορά ο πόλεμος επιφέρει την ανάδειξη της αδυναμίας μας στην παραγωγή ακόμη και βασικών προϊόντων που σχεδόν για κανένα δεν διαθέτουμε αυτάρκεια.
Η επαφή μου με τον αγροτικό κλάδο είναι στενή: Έχω εργαστεί στον αγροτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στη σκληρή εργασία καλλιέργειας του καπνού. Επίσης, έχω εργαστεί επί 14 χρόνια στην Αγροτική Τράπεζα, ενώ μέχρι και σήμερα συνεχίζω να έχω συχνές επαφές με αγρότες και έτσι γνωρίζω για το συνεχή μαρασμό της αγροτικής παραγωγής και την ανέχεια των αγροτών.
Τώρα διαπιστώσαμε λόγω του πολέμου ότι η αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι κυμαίνεται από έτος σε έτος στο 10% έως 15%. Η καλλιέργεια των σιτηρών στη χώρα μας είναι ασύμφορη ακόμη και σήμερα που οι τιμές είναι σχετικά αυξημένες. Επίσης, ο πόλεμος έχει οδηγήσει σε μια συνεχή άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, των καυσίμων και του ρεύματος. Ως εκ τούτου, το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι και συνακόλουθα οι τιμές στο ράφι εμφανίζονται τρεις και τέσσερις φορές πάνω.
Τώρα έρχεται η ώρα της κρίσης, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, με γενικούς αφορισμούς. Διαχρονικά οι ηγεσίες των Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης δεν έχουν πάρει κανένα αναπτυξιακό μέτρο, ενώ τα λίγα μέτρα που πάρθηκαν συνάντησαν την άρνηση των κοινοτικών οργάνων.
Κυριαρχικό μοντέλο παραγωγής και ανάπτυξης είναι η σύνδεση του αγρότη με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και τις ενώσεις αυτών. Όμως, οι περισσότεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί χαρακτηρίζονται ως συνεταιρισμοί «σφραγίδες», ενώ οι ενώσεις βρίσκονται σε τέλμα, βουτηγμένες στα χρέη, λόγω του πλημμελούς τρόπου διαχείρισης αυτών, όλα αυτά τα χρόνια.
Το μοντέλο συνεργασίας μέσω των συνεταιρισμών κάθε βαθμίδας απέτυχε παταγωδώς και δυστυχώς ο Νόμος 4384/2016 είναι στο μεγαλύτερο τμήμα του άτολμος και δεν έδωσε και δεν πρόκειται να δώσει ώθηση και προοπτικές πραγματικής ανασύνταξης της αγροτικής παραγωγής. Οι Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (Ανώνυμες Αγροτικές εταιρείες) και οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις (μη κερδοσκοπικές ομάδες αγροτικών παραγωγών) είναι οι κύριοι καθοδηγητές του συνεταιρισμού και ίδρυσης μεγάλων μονάδων, παρέχονται ως εργαλεία δηλαδή από τον προαναφερθέντα νόμο.
Αλήθεια, για ποιους αγρότες μιλάμε; Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των περισσότερων αγροτών και της επί μακρόν δραστηριότητας της πλειονότητας αυτών σε ατομικό μόνο επιχειρηματικό επίπεδο, θα έπρεπε να έχει κινητοποιήσει τη Πολιτεία σε μια προσπάθεια συνεχούς ενημέρωσης και επιμόρφωσης, ώστε οι αγρότες να μπορέσουν να ασπαστούν το νέο καθεστώς. Αντ’ αυτού, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει τα καθήκοντα της Πολιτείας, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες και άρα εμμέσως προωθούν τα προϊόντα τους στους Έλληνες αγρότες.
Σήμερα, οι αγρότες πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως για να επιβιώσουν πρέπει να φύγουν από την πεπατημένη και να κατευθυνθούν προς την επιχειρηματικού τύπου γεωργία, με σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας.
Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει:
• Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με νομοθετικές παρεμβάσεις να δώσει κατευθύνσεις, να στηρίξει τις ομάδες παραγωγών, καθώς και να τους προστατεύσει από τη γραφειοκρατία που τους εμποδίζει.
• Να υπάρξουν ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα για να προσελκυστούν κεφάλαια. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρηματίες μπορούν να επενδύσουν πιο εύκολα στον αγροτικό τομέα, που γι’ αυτούς μπορεί να είναι αποδοτικός και κερδοφόρος, καθώς θα επιτύχουν μαζική παραγωγή. Αντίθετα, ο μεμονωμένος αγρότης με μικρό κλήρο και σε πολλές περιπτώσεις μεγάλης ηλικίας δεν μπορεί πλέον να ανταπεξέλθει στο υψηλό κόστος παραγωγής. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την καλλιέργεια καπνού: αγρότης χωρίς δυνατότητα μεγάλων επενδύσεων βρίσκεται σε αδυναμία καλλιέργειας καπνού γιατί η απόδοση του θα είναι 150 έως 250 ευρώ ανά στρέμμα. Ο μικροκαλλιεργητής που θα καλλιεργήσει από 10 έως 20 στρέμματα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον επιχειρηματία αγρότη, που θα καλλιεργήσει 200 στρέμματα και ο οποίος θα καθετοποιήσει την παραγωγή π.χ. θα το συσκευάσει και μπορεί και ο ίδιος να εξάγει το προϊόν. Το παράδειγμα αυτό το αντλώ από πραγματικό γεγονός, αφού στην ιδιαίτερη πατρίδα μου πλέον μόνο λίγα άτομα (μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού) ασκούν την καλλιέργεια καπνού, ενώ 20 – 25 χρόνια πριν όλος ο αγροτικός πληθυσμός της περιοχής ασχολείτο με τη καλλιέργεια του καπνού.
• Το Υπουργείο Γεωργικής Ανάπτυξης σε συνεργασία με επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, οφείλει να προσπαθήσει να μετατρέψει τον αγρότη σε επαγγελματία αν όχι επιχειρηματία, δίνοντας κίνητρα με παρεμβάσεις στο κόστος παραγωγής, όπως μείωση φόρου κατανάλωσης καυσίμων, μείωση ΦΠΑ, επιδότησης ηλεκτρικού ρεύματος κ.λπ. Τα μέχρι σήμερα ληφθέντα μέτρα σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν.
• Να ιδρυθεί μια τράπεζα γης. Δεν αναφερόμαστε σε όργανο παροχής πιστώσεων, αλλά σε κεντρικό/συντονιστικό όργανο, το οποίο θα αποτελεί το μέσο για την αξιοποίηση γαιών ανά την επικράτεια. Η ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου οργάνου στην Ελλάδα είναι επιτακτική. Στο ν. 4384/2016, προβλέπεται η καταγραφή της δημόσιας αγροτικής γης με σκοπό την παραχώρηση δημοσίων γαιών σε αγρότες και συνεταιρισμούς έναντι συμβολικού τιμήματος. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η δυνατότητα μίσθωσης δημοτικής αγροτικής γης σε ακτήμονες, ανέργους και οικονομικά αδύναμους όπως και η εκποίηση δημοτικών ακινήτων σε αστέγους που προβλέπει το παράλληλο πρόγραμμα του ν. 4368/2016. Πέραν όμως αυτών των πρωτοβουλιών, εμείς αναφερόμαστε κυρίως στον άγνωστο αριθμό των αναξιοποίητων και σε πολλές περιπτώσεις εγκαταλειμμένων ιδιωτικών εκτάσεων που ανήκουν ενδεχομένως σε αποδημήσαντες, ή σε ιδιοκτήτες γης που κατοικούν σε πόλεις που δεν απασχολούνται και ούτε πρόκειται στο μέλλον να ασχοληθούν με την αγροτική καλλιέργεια. Η πλειονότητα από αυτούς θα ήθελαν να μισθώσουν έναντι ασήμαντου τιμήματος σε ενδιαφερόμενους τη γη που κατέχουν ώστε να μην επιβαρύνονται με ΕΝΦΙΑ, και το κυριότερο μην μείνει χέρσα και απαξιωθεί. Για να είναι λειτουργική μια τέτοια τράπεζα γης, ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης που θα ιδρυθεί, πρέπει να κατασκευαστεί μια σύγχρονη ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία θα καταχωρούνται με λεπτομέρεια οι εκτάσεις που υπάρχουν αλλά και οι πιθανές αγροτικές υποδομές που υπάρχουν πάνω σε αυτές. Η δημιουργία αυτού του φορέα και η αξιοποίησή του σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να έχει περιουσιακά ή άλλα ταξικά κριτήρια. Χρήση της τράπεζας και αξιοποίηση των γαιών θα πρέπει να μπορεί να κάνει τόσο μια ομάδα μικρότερων αγροτών όσο και μεγαλοαγρότες (που σήμερα είναι δακτυλοδεικτούμενοι) ή επιχειρηματίες που θα ήθελαν να επενδύσουν στον αγροτικό τομέα.
• Να δημιουργηθούν «αγροτικοί σύμβουλοι». Γεωτεχνικοί με εξειδικευμένες γνώσεις που θα παρέχουν δωρεάν συμβουλές στους νεοσύστατους αγρότες – επιχειρηματίες. Με το μέτρο αυτό, όχι μόνο οι αγρότες θα αισθάνονται σιγουριά για τα επιχειρηματικά τους βήματα, αλλά και θα δημιουργηθούν δομές στη χώρα μας και άρα καινούργιες θέσεις εργασίας.
• Να αξιοποιηθεί η περιουσία του δημοσίου προς στήριξη της αγροτικής δραστηριότητας. Στοιχεία καταγραφής της αγροτικής περιουσίας του δημοσίου παρουσιάζουν πως έχει κυριότητα σε περισσότερα από 640.000 στρέμματα αγροτικών εκτάσεων. Η περιουσία του Δημοσίου βρίσκεται εγκαταλελειμμένη, καθώς μετά τη διάλυση των αγροτικών συνεταιρισμών δεν αξιοποιήθηκε από κανέναν και ρημάζει. Η Πολιτεία οφείλει όχι μόνο να δώσει κίνητρο για να αξιοποιηθούν αυτές οι εκτάσεις γης, αλλά και να τις παραχωρήσει σε νέους αγρότες.
• Στήριξη ελληνικών αγροτικών προϊόντων μέσω αύξησης τελωνειακών ελέγχων. Ο Υπουργός Οικονομικών οφείλει να παρέμβει και να αυξήσει τους τελωνειακούς ελέγχους στις πύλες εισόδου της χώρας μας.
• Να σταματήσει η διακίνηση προϊόντων από άλλες χώρες που βαφτίζονται Ελληνικά (π.χ. τα Βουλγάρικα αρνιά κυκλοφορούν ως Ελληνικά).
Είναι καιρός να προσεγγίσουμε τον αγροτικό τομέα ρεαλιστικά με επιχειρηματική λογική και αναπτυξιακή προοπτική. Ο αγροτικός τομέας αποτελεί, ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα οικονομικής ανέλιξης στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια σημαντικές εξελίξεις έχουν επιφέρει αλλαγές στον τρόπο και κόστος παραγωγής, με αποκορύφωμα τον πόλεμο που ανέδειξε την αδυναμία μας ως χώρα, για ακόμη μια φορά. Η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει επί του θέματος και να μην αποφεύγει διαρκώς να πάρει θέση στα διάφορα αιτήματα και τις κινητοποιήσεις των αγροτών.
*Ο κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός
*Το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες
Πηγή – capital.gr